χουλιαρίζω

χουλιαρίζω
1. τρώω με χουλιάρι.
2. κακολογώ, είμαι κουτσομπόλης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χουλιαρίζω — Ν [χουλιάρι] 1. τρώω γρήγορα με το χουλιάρι, κατεβάζω χουλιαριές, καταβροχθίζω 2. μτφ. είμαι ανακατωσούρης, ανακατεύω, ραδιουργώ, συκοφαντώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”